- Πυραίχμου
- Πυραίχμηςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PYRAECHMES — Rex Euboeae. Ptol. in Parallelis: Πυραιχμης, βασιλεὺς Ε᾿υβοιέων ἐπολέμει Βοιωτοῖς, ὃν Η῾ρακλῆς, ἔτι νέος ὤν, ἐνίκησεν. Πώλοις δὲ προσδήσας, καὶ ἐις δύο μέρη διελὼν τὸν Πυραίχμην ἂταφον ἔῤῥιψεν: ὁ δὲ τόπος προσαγορεύεται Πῶλοι Πυραίχμου. κεῖται δὲ … Hofmann J. Lexicon universale